Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροιδάριον — και ῥοϊδάριον, τὸ, Α καλλυντικό, αλοιφή που περιείχε άγχουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί ῥοδάριον (< ῥόδον)] … Dictionary of Greek
ῥοιδαρίου — ῥοιδάριον rouge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)